- καπρῶσα
- καπράωwant the boarpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπρώ — καπρῶ, άω (Α) [κάπρος] 1. (για θηλυκό γουρούνι) έχω ορμή για οχεία 2. είμαι ασελγής, έκφυλος («καπρῶσα γραῡς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek